- μπανκέρης
- οβλ. μπαγκέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαγκέρης — και μπανκέρης, ο 1. τραπεζίτης 2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)] … Dictionary of Greek